- σοτάρω
- σοτάρω, σόταρα και σοτάρισα βλ. πίν. 53
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σοτάρω — Ν καβουρντίζω, τηγανίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sauter «τσιγαρίζω» με αρχική σημ. «πηδώ» (< λατ. salto «χορεύω») + κατάλ. άρω (πρβλ. γουστ άρω)] … Dictionary of Greek
σοτάρισμα — το, Ν καβούρντισμα, ελαφρό τηγάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοτάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. παρκάρω: παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
σοτέ — το, Ν φαγητό από κρέας ή λαχανικά καβουρντισμένο σε καυτό βούτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saute, μτχ. παρακμ. τού sauter «τσιγαρίζω» (βλ. σοτάρω)] … Dictionary of Greek